- ἀμφιετίζομαι
- ἀμφι-ετίζομαι, [voice] Pass.,A return yearly, of festivals, Hsch., EM90.27:—also [suff] ἀμφι-ετηρίζομαι, Cratin.2D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφιετίζομαι — ἀμφιετίζομαι και ετηρίζομαι (Α) ξανάρχομαι κάθε χρόνο, πανηγυρίζομαι κατ’ έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀμφιετίζομαι < ἀμφιετής ἀμφιετηρίζομαι < ἀμφιέτηρος] … Dictionary of Greek
ἀμφιετίζεσθαι — ἀμφιετίζομαι return yearly pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιετιζομένας — ἀμφιετιζομένᾱς , ἀμφιετίζομαι return yearly pres part mp fem acc pl ἀμφιετιζομένᾱς , ἀμφιετίζομαι return yearly pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιετής — ἀμφιετής, ές (Α) (για τον Διόνυσο) αυτός που εορτάζεται κάθε χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ετής < ἔτος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιετίδαι, ἀμφιετηρίζομαι, ἀμφιετίζομαι] … Dictionary of Greek